- γέρος
- ο (θηλ. γριά, η)1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος2. ο γέροντας πατέρας3. ο ηλικιωμένος σύζυγος4. στον πληθ. οι γέροιοι γονείς5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» — όσο κι αν κρύβει κάποιος την ηλικία του, φανερώνεται στις δύσκολες στιγμέςβ) «γέρο είδες, λύκο είδες» — καμιά φορά οι γέροι είναι επικίνδυνοι για τις γυναίκεςγ) «αν δεν έχεις γέρο, πήγαινε κι αγόρασε» — οι ηλικιωμένοι δίνουν χρήσιμες συμβουλές στους νέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων, με μεταπλασμό (πρβλ. Χάρων-Χάρος, Χαρίτων-Χαρίτος, βαστάζων-βαστάζος, δράκων-δράκος, διάκων-διάκος).ΠΑΡ. γέρικος, γεροσύνη (II), γέρουκας, γερούλης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γεροβόσκω, γερογέροντας, γεροδαίμονας, γεροδιάβολος, γεροκολασμένος, γεροκομώ, γεροκούσαλο, γερόλυκος, γεροξεκούτης, γεροξούρας, γεροπαράξενος. (Β' συνθετικό) ασκημόγερος, ασχημόγερος, βρομόγερος, κακόγερος, καλόγερος, κουτσόγερος, λεβεντόγερος, μπαμπόγερος, ολόγερος, ομορφόγερος, παλιόγερος, πλουσιόγερος, πορνόγερος, πρωτόγερος, σκατόγερος, φτωχόγερος, χαμόγερος].
Dictionary of Greek. 2013.